λευκ(ο)-

λευκ(ο)-
(AM λευκ[ο]-)
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α' συνθετικό προσδιορίζει το β', πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με ελάχιστες εξαιρέσεις, στις οποίες η σχέση τών δύο συνθετικών είναι παρατακτική (πρβλ. λευκέρυθρος, λευκόξανθος). Η λ. εμφανίζεται και με τη μορφή λευχ- (προ δασυνομένων λ., πρβλ. λεύχειμα). Επίσης εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αντιδάνειες λ. (πρβλ. λευχαιμία: leukemia, λευκοπενία: leukopenia).Λέξεις με α' συνθετικό λευκ(ο): λευκάνθεμο(ν), λευκανθής, λευκαυγής, λευκέρυθρος, λευκοβαφής, λευκόγειος, λευκόθριξ, λευκόϊον, λευκόνοτος, λευκοπάρειος, λευκόπους, λευκόπτερος, λευκόσαρκος, λευκότριχος, λεύκουρος, λευκόφαιος, λευκοφόρος, λεύκοφρυς, λευκόφυλλος, λευκόχρους, λευκόχρυσος, λευκοχρώματος, λευκόχρωμος, λευκώλενος, λευχείμων αρχ. λευκαθέω, λευκαθίζω, λευκάκανθα, λευκάλφιτος, λευκάμπυξ, λευκάντυξ, λευκάργιλ(λ)ος, λεύκασπις, λευκαχάτης, λευκελεφάντινος, λευκερινεός, λευκερωδιός, λευκήρετμος, λεύκιππος, λευκόγαιος, λευκογραφίς, λευκογραφίτις, λευκογραφώ, λευκόγρυψ, λευκοδέρματος, λευκοδίφθερος, λευκοείμων, λευκόζωτος, λευκοθέα, λευκοθώραξ, λευκο(ί)κιον, λευκόκαρπος, λευκόκαυλος, λευκόκερκος, λευκοκέφαλος, λευκόκηρος, λευκόκνημος, λευκόκομις, λευκόκομος, λευκόκρας, λευκοκύμων, λευκόλιθος, λευκόλινον, λευκόλοφος, λευκομαινίς, λευκομήλινος, λευκομυόχρους, λευκομφάλιος, λευκοπάρυφος, λευκοπέλιος, λευκόπεπλος, λευκοπέτηλος, λευκόπετρον, λευκόπηχυς, λευκοπίων, λευκόπλευρος, λευκοπληθής, λευκοποδήρης, λευκοποίκιλος, λευκοποιός, λευκόπρωκτος, λευκοπτέρυξ, λευκόπυγος, λευκόπυρος, λευκόπυρρος, λευκόπωλος, λευκόπωρος, λευκόροδον, λευκόσπανος, λευκόστερνος, λευκοστεφής, λευκόστικτος, λευκόσφυρος, λευκοσχήμων, λευκοσώματος, λευκοτράχηλος, λευκοτροφός, λευκουργός, λευκοϋφής, λευκοφαής, λευκόφθαλμος, λευκοφλέγματος, λευκόφλοιος, λευκοφορινόχρους, λευκοχίτων(ος), λευκόχλωρος, λευκόχριστος, λευκόχροιος, λευκόχρως, λευκωπίας, λευχηπατίας
(αρχ.μσν.) λευκοδραχίων, λευκομέλας, λευκομέτωπος, λευκόμορφος, λευκόστολος, λευκοφανής
μσν.
λευκήπειρος, λευκοδάκτυλος, λευκοθράκιος, λευκόκλωνος, λευκοκόμης, λευκοκράμβη, λευκοκρινόχρους, λευκόμαλλος, λευκομαρμαρολάξευτος, λευκομαρμαροτόρνευτος, λευκομαρμαρωμένος, λευκοπεριστέρα, λευκοπόρφυρος, λευκόρειθρος, λευκόρυγχος, λευκόταρσος, λευκόφλεγμος, λευκοχαράκτηρος, λευκοχειροσαρκόνυξ, λευκοχιονώδης, λευκόψαρος
μσν.- νεοελλ.
λευκόδερμος λευκοειδής, λευκόχαλκος
νεοελλ.
λευκαύγεια, λευκαυγόμετρο, λευκοβάλανος, λευκοβλάστη, λευκόβρυο, λευκογένης, λευκόδεντρο, λευκόδερμα, λευκοδεψία, λευκόδους, λευκοδιαπίδυση, λευκοεγκεφαλίτιδα, λευκοένωση, λευκοκορύνη, λευκοκρατικός, λευκοκύτταρο, λευκόλιθος, λευκομελανοδερμία, λευκομυελίτιδα, λευκόξανθος, λευκόξινος, λευκοπαθής, λευκοπενία, λευκοπλακία, λευκοπλασία, λευκοπλάστης, λευκοποίηση, λευκοπρόσωπος, λευκοπτερίνη, λευκοπυρίτης, λευκοπυρώνω, λευκοπώγων, λευκόρροια, λευκόσημο, λευκοσίδηρος, λευκοσιδίνη, λευκοσίνη, λεύκοσπις, λευκοσωλήνια, λευκοταξίνη, λευκοτομή, λευκοτοξικός, λευκοτριχία, λευκοφαία, λευκοφανίτης, λευκοφέρνω, λευκοχαλκίτης, λευκοχρόη, λευκωνυχία, λευχαιμία, λεύχειμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκ' — Λεύκᾱͅ , Λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκ' — λεύκᾱͅ , λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • LYCAS — canis venaticae nomen, in Epigr. Simonidis apud Pollucem, Σεῦ καὶ φθιμένας λεῦκ᾿ ὀςτἐα τῷ δ᾿ ἐνὶ τόμβῳ. Ι῎ςκω ἕτι τρομέειν, θῆρας, ἀγρῶσα Λυκὰς …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”